- αιγκρέττα
- (Διακ.)θύσανος από μακριά άσπρα φτερά ερωδιού που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό κάλυμμα τού κεφαλιού, ή κάθε άλλο παρόμοιο στολίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aigrette < γαλλ. aigretteπρβλ. και εγκρέττα < egretta, νεολατιν. επιστημον. όρος. Οι όροι, αν και κοινής προελεύσεως, διακρίνονται κατά το αγγλικό πρότυπο, όπου οι δύο διαφορετικές σημασίες αποδίδονται με διαφορετικό όρο].
Dictionary of Greek. 2013.